- συμπερίειμι
- Απερίειμι* συγχρόνως, περιέρχομαι μαζί με άλλον («συμπεριιέναι τὸ τεῑχος», Αιν. Τακτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + περίειμι (II) «περιέρχομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συμπεριόντες — συμπερίειμι ibo pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριιούσας — συμπερϊιούσᾱς , συμπερίειμι ibo pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) συμπερϊιούσᾱς , συμπερίειμι ibo pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριέρχομαι — Α [περιέρχομαι] συμπερίειμι* … Dictionary of Greek
ξυμπεριιέναι — ξυμπερϊιέναι , συμπερίειμι ibo pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριιέναι — συμπερϊιέναι , συμπερίειμι ibo pres inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριιών — συμπερϊιών , συμπερίειμι ibo pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριῄει — συμπερϊῄει , συμπερίειμι ibo imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπεριῄεσαν — συμπερϊῄεσαν , συμπερίειμι ibo imperf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπερίεισι — συμπερΐεισι , συμπερίειμι ibo pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπερίεισιν — συμπερΐεισιν , συμπερίειμι ibo pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)